Quantcast

Μια συνάντηση με θετικό πρόσημο

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ηδη λίγες ώρες μετά τη συνάντηση της Αγκυρας, η πολιτική ένταση και η αμφισβήτηση της χρησιμότητάς της, που τη συνόδευσε τις ημέρες πριν από την πραγματοποίησή της, φαίνεται να έχουν κοπάσει. Θα έλεγε κανείς -με κάποια διάθεση υπερβολής, ίσως- ότι δεν υπάρχει κάτι σημαντικό να συζητηθεί και να αξιολογηθεί. Η επαφή των δύο ηγετών επιβεβαίωσε όσα γνωρίζουμε. Η διάθεση να διατηρηθεί το καλό κλίμα εξακολουθεί να υφίσταται, παρά τις θεμελιώδεις και λιγότερο σημαντικές διαφορές.

Και αυτό είναι ενδεικτικό δύο -τουλάχιστον- πραγμάτων. Πρώτον, αντιμετωπίζουμε την επαφή με την Τουρκία με μια ερμηνεύσιμη μεν, αδικαιολόγητη δε, φοβία. Πολλές και πολλοί βλέπουν σε κάθε επικοινωνία την προοπτική της διπλωματικής παγίδας, αν όχι στρατηγικής ήττας. Πίσω από κάθε συνάντηση κρύβεται η τουρκική διπλωματική πανουργία και αποκαλύπτεται η ελληνική υποχωρητικότητα. Κάθε τουρκική ενέργεια είναι και ένα τετελεσμένο, σε μια πορεία κατευνασμού και υποχωρητικότητας εκ μέρους της ελληνικής πλευράς.

Δεύτερον, υπάρχει μόνιμη -και ως ένα βαθμό εύλογη- η «αγωνία» ενός αβέβαιου μέλλοντος. Πού θέλουμε να πάμε με την τρέχουσα διαδικασία επαναπροσέγγισης; Πώς αντιμετωπίζουμε το αδιέξοδο πέντε δεκαετιών; Υπάρχει μονοπάτι που οδηγεί στην επίλυση του μεγάλου προβλήματος της οριοθέτησης, που βρίσκεται στην καρδιά της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης; Ποιο είναι αυτό και μήπως περνά μέσα από τη νομιμοποίηση των τουρκικών αναθεωρητικών θέσεων; Πώς μπορούμε να αποδράσουμε από την αέναη προσδοκία των επαναλαμβανόμενων κρίσεων;

Η εύκολη απάντηση είναι ότι όλα τα παραπάνω καθίστανται εφικτά αν η Τουρκία αλλάξει. Αν εγκαταλείψει τις θέσεις/διεκδικήσεις της, αν μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο από αυτό που είναι. Είναι προφανώς μια προσδοκία. Το ζήτημα στις διεθνείς σχέσεις, όμως, είναι η πραγματικότητα και η μεθοδολογικά ορθή προβολή της στο μέλλον. Η σημερινή πραγματικότητα δεν δικαιολογεί τέτοιες προσδοκίες. Καμία χώρα στον κόσμο, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε τα ευρωπαϊκά έθνη δεν σχεδιάζουν πολιτικές στη βάση μιας τέτοιας ελπίδας. Η Αθήνα και οι εκάστοτε κυβερνήσεις οφείλουν να λειτουργούν με βάση τημν Τουρκία όπως αυτή είναι και εξελίσσεται και όχι με βάση μια φαντασιακή προτίμηση.

Μια άλλη -επίσης εύκολη- απάντηση είναι ότι, ακριβώς επειδή η Τουρκία δεν πρόκειται να αλλάξει, κάθε επαφή, συζήτηση και επικοινωνία δεν είναι χωρίς συνέπειες στρατηγικού χαρακτήρα. Κάθε συνάντηση σημαίνει έμμεση αποδοχή ή νομιμοποίηση των τουρκικών θέσεων. Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί είναι «απόδειξη» της τουρκικής αναθεωρητικής κουλτούρας. Το τουρκικό διάβημα για τα θαλάσσια πάρκα στο Αιγαίο είναι αποκαλυπτικό των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας. Το ίδιο και η τουρκική αδιαφορία για τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάννης ως προς τον προσδιορισμό της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας. Αρα, η βέλτιστη επιλογή για την ελληνική ασφάλεια δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διακοπή των επαφών, τουλάχιστον στο ανώτατο επίπεδο. Αυτό, βέβαια, θα σήμαινε ότι δύσκολα θα μπορούσε μετά από μια τέτοια κίνηση να επαναληφθεί η επικοινωνία σε αυτό το επίπεδο, παρά μόνο στην περίπτωση που η Τουρκία θα αναδιπλωνόταν. Μόνο τότε θα είχε νόημα μια κίνηση που θα οδηγούσε σε ρήξη και επιστροφή σε κατάσταση έντασης.

Και οι δύο απαντήσεις είναι στρατηγικά έωλες, δεν δικαιώνονται από την ιστορία και δεν αντέχουν σε μεθοδολογικά έγκυρη ανάλυση. Στη διεθνή πολιτική ακόμη και οι πιο θανάσιμοι εχθροί πάντοτε επιλέγουν την οριοθετημένη επικοινωνία. Οι εναλλακτικές δεν είναι ελκυστικές, παρά μόνο όταν πρόκειται να ικανοποιηθούν εσωτερικές πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες ή όταν η μία πλευρά έχει αποφασίσει να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα. Στο βαθμό που η Τουρκία δεν επιστρέφει σε τακτικές έντασης όπως αυτές του πρόσφατου παρελθόντος, η Αθήνα δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να μην επιδιώκει τη διμερή διάδραση.

Προς το παρόν, η ελληνική στρατηγική που διευκολύνει τη διεύρυνση της συνεργασίας σε μη συγκρουσιακά πεδία πολιτικής και στον βαθμό που αυτό είναι και επιδίωξη της Άγκυρας μόνο κέρδη μπορεί να έχει. Και όσο κατοχυρώνονται αυτά τα κέρδη, τόσο θα μεγαλώνει το κόστος της επιστροφής σε συνθήκες όξυνσης. Η υπεράσπιση του status quo είναι ο παραδοσιακός στόχος της ελληνικής διπλωματίας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η Αγκυρα θα συνεχίσει να υπενθυμίζει τι επιδιώκει και τι διεκδικεί στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Και η Αθήνα, χωρίς αφέλεια, θα πρέπει να συνεχίσει να κινείται ευέλικτα, με αφετηρία πάντοτε την αποτροπή που προκύπτει μέσα από στρατηγικές εξισορρόπησης της τουρκικής ισχύος και απειλής.